- ἐκπνέεται
- ἐκπνέωbreathe outpres ind mp 3rd sg (epic ionic)ἐκπνέωbreathe outpres ind mp 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
σπιρόμετρο — το, Ν ιατρ. όργανο για τη μέτρηση τών αναπνευστικών μεγεθών, ειδικότερα τής ζωτικής χωρητικότητας, δηλαδή τού όγκου τού αέρα που εκπνέεται κατά τη διάρκεια μιας βίαιης εκπνοής ύστερα από βαθιά εισπνοή και, γενικότερα, τών μεταβολών τού όγκου τών… … Dictionary of Greek
αναπνευστικό πηλίκο — Η αναλογία του όγκου διοξειδίου του άνθρακα που εκπνέεται προς τον όγκο οξυγόνουπου καταναλώνεται την ίδια χρονική περίοδο. Συμβολίζεται με την παράσταση R.Q. και μπορεί να υπολογιστεί θεωρητικά για την οξείδωση των διαφόρων θρεπτικών ουσιών. Για … Dictionary of Greek